κεραμικῶν

κεραμικῶν
κεραμικός
of
fem gen pl
κεραμικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • υαλοβερνίκωμα — Το υαλώδες επίχρισμα των κεραμικών αντικειμένων, με το οποίο γίνονται υδατοστεγή. Το υ. είναι αραιός πολτός βορικοπυριτικών αλάτων, στο οποίο εμβαπτίζονται τα αντικείμενα που πρόκειται να υαλοβερνικωθούν. Ο πολτός αυτός εισχωρεί σε ελάχιστο βάθος …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης (Αθηνών) — Η πλούσια συλλογή του μουσείου (Κυδαθηναίων 17, Πλάκα) αποτελείται από αντικείμενα και κειμήλια της περιόδου αναζωπύρωσης του καλλιτεχνικού αισθήματος του υπόδουλου ελληνισμού, μετά τα ηπιότερα μέτρα διακυβέρνησης της παρακμάζουσας Oθωμανικής… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Κορίνθου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κορίνθου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του αρχαιολογικού χώρου, χτίστηκε το 1931 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, με δωρεά της Ada Small Moore. Μέσα από τα ευρήματα της αξιόλογης συλλογής που… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Μυκόνου — Το Λαογραφικό Μουσείο Μυκόνου ιδρύθηκε το 1958 από τον καθηγητή γεωπονικής και συλλέκτη κεραμικών Βασίλειο Κυριαζόπουλο. Στεγάζεται σε ένα παραθαλάσσιο καπετανόσπιτο, που είναι χτισμένο επάνω σε σωζόμενο τμήμα του τείχους του κάστρου της Μυκόνου …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Σίφνου — Το Λαογραφικό Μουσείο της Απολλωνίας ιδρύθηκε το 1970 από το Σύνδεσμο Σιφνίων της Αθήνας. Στεγάζεται σ’ ένα λιτό παραδοσιακό κτίριο, το οποίο έχει μια εντυπωσιακή καμάρα στην είσοδο. Η συλλογή του μουσείου, που αναπτύσσεται σε δύο καλαίσθητες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”